- υποκωμωδώ
- -έω, Αδιακωμωδώ, χλευάζω λίγο ή κρυφά («τὰ πολλὰ ὑπεκωμῴδουν συνωθοῡντες εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Χαρικλείας», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κωμῳδῶ «παίζω κωμωδία, εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.